- Εὐήρη
- Εὐήρηςwell-fittedmasc nom/voc/acc dual (doric aeolic)Εὐήρηςwell-fittedmasc acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐήρη — εὐήρης well fitted neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐήρης well fitted masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐήρης well fitted masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευήρης — εὐήρης, ες (Α) 1. (για κουπιά) ο προσαρμοσμένος καλά, ο ευκολομεταχείριστος (α. «λαβὼν εὐῆρες ἐρετμόν», Ομ. Οδ. β. «νεὼς εὐήρης πίτυλος» ο πάταγος τών καλά προσαρμοσμένων κουπιών, Ευρ.) 2. ο κατάλληλος για κάτι («ὄργανα εὐήρη πρὸς τὴν χρείαν»,… … Dictionary of Greek
Πτερέλαος — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του βασιλιά του νησιού Τάφου Ταφία, που ήταν γιος του Ποσειδώνα. Ο Π. είχε κόρη την Koμαιθώ και γιους τούς Χρόμιο, Τύραννο, Αντίοχο, Χερσιδάμαντα, Μήστορα και Ευήρη. Ο Ποσειδώνας του χάρισε μια χρυσή τρίχα με τη βοήθεια… … Dictionary of Greek
Χαρικλώ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ναϊάδα, κόρη του Απόλλωνα ή του Περσέα ή του Ωκεανού, σύζυγος του Κένταυρου Χείρωνα. Κοντά της ανατράφηκαν ο Ιάσονας και ο Αχιλλέας. 2. Κόρη του Κυχρέα από τη Σαλαμίνα, σύζυγος του Σκείρωνα, από τον οποίο γέννησε… … Dictionary of Greek